Βερίγγειος θάλασσα

Βερίγγειος θάλασσα
(Bering sea). Βόρεια εξάρτηση (2.280.000 τ. χλμ.) του Ειρηνικού ωκεανού, ανάμεσα στην Καμτσάτκα και την Αλάσκα. Ονομάστηκε έτσι (θάλασσα του Μπέρινγκ, για την ακρίβεια) από το όνομα του Δανού εξερευνητή Βίτους Μπέρινγκ (Vitus Bering) που τη διέπλευσε δύο φορές, το 1728 και το 1741 (λειτουργώντας για λογαριασμό του Ρώσου τσάρου), και ανακάλυψε τις φώκιες που επρόκειτο τα επόμενα 150 χρόνια να γίνουν αντικείμενο αδιάκοπου κυνηγιού από τους ψαράδες των βόρειων χωρών, αλλά και θέμα διπλωματικής έντασης μεταξύ των ΗΠΑ, του Καναδά, της Μεγάλης Βρετανίας, της Ρωσίας και της Ιαπωνίας, στα τέλη του 19ου αι., σχετικά με τον έλεγχο του κυνηγιού της φώκιας που περιορίστηκε τελικά ύστερα από σχετικές συνθήκες. Β. πορθμός (Bering strait). Έτσι ονομάζεται ο πορθμός, πλάτους 88 χλμ. και μέσου βάθους 38 μ., που συνδέει τον Αρκτικό ωκεανό με τη Βόρεια θάλασσα και χωρίζει το βορειοανατολικό άκρο της Ασίας από το βορειοδυτικό άκρο της Αμερικής. Άποψη του Βερίγγειου πορθμού, που συνδέει τον Αρκτικό ωκεανό με τη Βόρεια θάλασσα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • θάλασσα — Το σύνολο του όγκου του αλμυρού νερού που καλύπτει τις κοιλότητες της γήινης επιφάνειας και επιτρέπει να προβάλλουν η ηπειρωτική ξηρά και τα νησιά. Με την περιορισμένη έννοια, ο όρος υποδηλώνει ένα οποιοδήποτε, πολύ ή λίγο, ευρύ τμήμα του ίδιου… …   Dictionary of Greek

  • Μπέρινγκ, Βίτους Γιόχανσεν — (Vittus Johansen Bering, Χόρσενς, Γιουτλάνδη 1681 – Νησιά του Κυβερνήτη, Κομαντόρσκιγιε Oστρόβα 1741). Δανός εξερευνητής. Από μικρός έδειξε ιδιαίτερη κλίση για τη ζωή της θάλασσας και αφού έκανε ένα ταξίδι στις Ανατολικές Ινδίες για να μάθει τη… …   Dictionary of Greek

  • Ειρηνικός ωκεανός — (αγγλ. Pacific Ocean). Θαλάσσια έκταση (166.000.000 τ. χλμ, 180 εκατ. τ. χλμ. μαζί με τις εσωτερικές συνεχόμενες θάλασσες) που εκτείνεται από τις αρκτικές έως τις ανταρκτικές περιοχές. Είναι ο μεγαλύτερος σε βάθος και έκταση ωκεανός της υδρογείου …   Dictionary of Greek

  • Σιβηρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που πρωτοεπισημάνθηκε στις 12 Φεβρουαρίου 1926. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 15,9 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 12,9 από τον Ήλιο. II (Σιμπίρ ρωσικά). Περιοχή… …   Dictionary of Greek

  • Αλάσκα — (Alaska). Χερσόνησος της Bόρειας Αμερικής, που εκτείνεται προς τη βορειοανατολική Ασία, από την οποία τη χωρίζει ο πορθμός του Μπέρινγκ (ή Βερίγγειος). Μαζί με τις Αλεούτες νήσους αποτελεί πολιτεία (1.477.268 τ. χλμ., 634.892 κάτ. το 2001) των… …   Dictionary of Greek

  • Ασία — I Mία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται ολόκληρη σχεδόν στο βόρειο ημισφαίριο, και από γεωμορφολογική άποψη αποτελεί με την Ευρώπη αδιαχώριστη ενότητα, στην οποία δίνεται η ονομασία Ευρασία. H Α. είναι η μεγαλύτερη από όλες τις ηπείρους. Καλύπτει …   Dictionary of Greek

  • εξερευνήσεις, γεωγραφικές — Ταξίδια σε μακρινούς και άγνωστους τόπους, που από τα πανάρχαια χρόνια επιχειρούσε ο άνθρωπος για οικονομικούς, πολιτικούς, στρατιωτικούς και άλλους λόγους ή ακόμα –ιδιαίτερα κατά τους νεότερους χρόνους– για επιστημονική έρευνα. Το εμπορικό όμως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”